(Ντίνα, η κόρη τους, ετών 17)
– Μαμά, να πάω στο κομμωτήριο να χτενιστώ για το γάμο;
– Να πας, αλλά να της πεις να σου κάνει ένα απλό χτένισμα, έτσι; Μην έρθεις με κανένα λάχανο… Μικρό κοριτσάκι είσαι.
Η Ντίνα φεύγει και επιστρέφει με ένα περίτεχνο χτένισμα, με μαλλιά σηκωμένα ψηλά και επιτηδευμένες μπουκλίτσες και γενικώς την Άρτα και τα Γιάννενα μαζί. Η Νίκη μένει με το στόμα τόσο ανοιχτό που δε μπορεί να αρθρώσει σύμφωνα, και τελικώς δε λέει τίποτα.
Μπαίνουν στο στολισμένο αυτοκίνητο, οδηγός ο Τάσος, συνοδηγός η Νίκη, και πίσω η Ντίνα με ένα εκρού φόρεμα. Οι περαστικοί βλέπουν στο πίσω κάθισμα ένα περίπλοκα χτενισμένο κεφάλι και εκρού τιραντούλες.
«Να ζήσετε, η ώρα η καλή!»
«Καλέ, τι όμορφη νύφη!»
LOL
Ξεκινούν για την παραδιπλανή πόλη για να πάρουν τη νύφη από το σπίτι της. Βρέχει καταρρακτωδώς. Ο Τάσος αποφασίζει να μην εκθέσει την ανθοδιακόσμηση του καπό στον αέρα της εθνικής οδού και στα καρεκλοπόδαρα, κι έτσι αφαιρεί όλο το μπουκέτο.
Πλησιάζοντας στο σπίτι της νύφης, σταματούν στην άκρη του δρόμου για να βάλει τα λουλούδια στη θέση τους με την τρομπαριστή τους βεντούζα.
Μπαίνουν με γέλια και χαρές στο σπίτι της νύφης, στις 5 το απόγευμα. Ο Τάσος κοντοστέκεται να μιλήσει με κάποιους συγγενείς στην είσοδο, ενώ η Νίκη κινείται προς το δωμάτιο της νύφης, έξω από την (κλειστή) πόρτα του οποίου είναι μαζεμένες 6-7 γυναίκες διαφόρων ηλικιών.
– Τι γίνεται; Ετοιμάζεται;
– Δεν είναι έτοιμη ακόμα… Δε μας αφήνει να μπούμε.
(χτυπάει την πόρτα) – Άντε καλέ, ακόμα;
(πνιχτή και πανικόβλητη φωνή από μέσα) – Μη μπει κανείς μέσα! Δεν είμαι έτοιμη!
Πάνω στην ώρα έρχεται με φόρα και ο Τάσος.
– Τι κάνουν τα κορίτσια; Όλα καλά;
Όσο μιλάει, βάζει το χέρι στο πόμολο της πόρτας και την ανοίγει.
– Πού είναι η νυφούλα μας να την καμαρ-
Το pause πατιέται μόνο του. Οι γυναίκες έξω από το δωμάτιο παίρνουν μια κοφτή ανάσα. Ο Τάσος μένει με το χέρι στο πόμολο. Η νύφη φοράει ένα μικροσκοπικό κομπινεζόν. Τα μαλλιά της είναι τυλιγμένα σε ρολλά. Το ένα της μάτι είναι μακιγιαρισμένο.
Κάπου εκεί ξεμπλοκάρει το pause, και ενεργοποιείται το fast forward. Μιλάνε όλοι μαζί.
– Άντε καλέ, θ’αργήσουμε, ήρθαν οι άνθρωποι από μακριά κι εσύ ακόμα, κάτσε εδώ να σε βοηθήσω με τα ρολλά, ωραίο το χρώμα στο μάτι, πού τα έφτιαξες τα νύχια σου, δώστε μου μια ρόμπα, μήπως είδε κανείς τα παπούτσια της;
Με τα πολλά ντύνουν, χτενίζουν, βάφουν τη νύφη, και φεύγουν προς την παραλιακή κωμόπολη όπου θα τελεστεί το μυστήριο. Ίδια ιστορία για τον Τάσο: μόλις απομακρύνονται από την πόλη, σταματάει και βγάζει το μπουκέτο. Η βεντούζα αρχίζει να χαλαρώνει το σφίξιμο.
Πλησιάζοντας στην εκκλησία, τηλεφωνεί ο γαμπρός.
«Καθυστέρησα, δεν έχω πάει ακόμα στην εκκλησία, μη φτάσετε πριν από μένα».
Σταματούν στην άκρη του δρόμου, δύο τετράγωνα μακριά από την εκκλησία, ο Τάσος ξαναβάζει τα λουλούδια, η νύφη είναι μισή μέσα-μισή έξω απ’το αυτοκίνητο, και ανάβει τσιγάρο. Τους προσπερνούν αυτοκίνητα με καλεσμένους.
– Καλέ τι κάνετε εδώ;!;
– Κάνουμε τσιγαράκι και το ξανασκεφτόμαστε. Να πάμε… Να μην πάμε…
LOL
Ο Τάσος άλλαξε τις βέρες. Σειρά της Νίκης να αλλάξει τα στέφανα. Στέκεται πίσω από το ζευγάρι, και απλώνει τα χέρια - με μια μικρή λεπτομέρεια. Τα χέρια της είναι ανοιχτά, όχι σταυρωτά. Μόλις κοντεύει να αγγίξει τα στέφανα και τα χέρια της είναι αρκετά πάνω από το κεφάλι της (ακριβό άρωμα σε μικρό μπουκαλάκι, η Νίκη μας), άρα και ορατά από το υπόλοιπο εκκλησίασμα, ακούγεται από πίσω μια (ψιθυριστή μεν, αλλά) βοή από πεντακόσια στόματα που της κόβει τη φόρα.
– ΟΧΙ!!!
Η Νίκη παγώνει στιγμιαία, αλλά "το πιάνει" και σταυρώνει τα χέρια της στον αέρα. Γυρίζει ελαφρά το κεφάλι της προς τα πίσω και ρωτάει:
– Έτσι το πάω καλά;
LOL
– Θείε, πάρτε με και μένα μαζί σας.
– Γιατί κορίτσι μου, μείνε εδώ που σας κλείσανε δωμάτια οι άνθρωποι…
– Όχι μωρέ, και τι να κάνω εδώ με τη γερουσία; Άσ’τους αυτούς, κουμπαριάσανε. Αφού πάτε στη Σαϊμπάι, πάρτε με και μένα μαζί.
Τρεις ώρες αργότερα, το γλέντι έχει τελειώσει και έχουν μείνει μόνο οι νεόνυμφοι κι οι κουμπάροι.
– Έχουμε κλείσει διπλανά δωμάτια, είναι σαν σουίτα.
– Α, τι ωραία.
– Άντε πάμε για ύπνο.
– Τάσο, πού είναι το σακ-βουαγιάζ;
– Στο αυτοκίνητο.
– Έλα μαμά.
– Έλα Ντίνα. Πού είσαι;
– Κοιμάμαι. Τι θέλεις;
– Τι έχεις στην τσάντα σου;
– Τι λες ρε μαμά, τρελάθηκες;
– Άντε παιδάκι μου κοίτα στην τσάντα σου. Τι έχεις εκεί;
(ήχος από φερμουάρ) – Αααααααα… τα κλειδιά του αυτοκινήτου…
Ο Τάσος και η Νίκη πηγαίνουν στο δωμάτιό τους στο ξενοδοχείο, χωρίς σακ-βουαγιάζ. Χωρίς πυτζάμες. Χωρίς οδοντόβουρτσες. Χωρίς αλλαξιά.
(Τάσος, εκ των υστέρων: Το μωρό μου τα κανόνισε έτσι, για να κοιμηθούμε αγκαλίτσα γυμνοί! LOL
Νίκη: Ναι, άλλη δουλειά δεν είχα, έπιασα τη Ντίνα και της είπα ‘Πάρε, παιδί μου, τα κλειδιά και βάλ’τα στην τσάντα σου, τώρα που θα φύγεις να μείνουν τα πράγματά μας στο πορτ-μπαγκάζ!’)
– Τάσο, μην τριγυρνάς, άντε να κοιμηθούμε.
– Τα παιδιά είναι δίπλα, ε; Λες να τους ακούσουμε; Χε,χε.
– Άντε χριστιανέ μου πέσε στο κρεβάτι!
– Αυτή η πόρτα εδώ τι είναι; (ανοίγει την πόρτα και βρίσκει το μπάνιο)
– Αυτήν εδώ δίπλα στο κρεβάτι μην την ανοίξεις, επικοινωνεί με το διπλανό.
– Χα, χα, ναι καλά. Αυτή εδώ η πόρτα τι είναι; (ανοίγει την πόρτα και βρίσκει τη ντουλάπα)
– Δε σου κάνω πλάκα παιδί μου, είναι σουίτα λέμε, μην την ανοίξεις.
– Σιγά μην επικοινωνεί με το διπλανό. Να, ορίστε. (ανοίγει την πόρτα και βρίσκει το γαμπρό με ξεκούμπωτο το πουκάμισο, να λύνει τα κορδόνια του κορσέ της νύφης)
Αυτό το pause… Πολύ ευαίσθητο κουμπάκι, βρε παιδί μου. Μόνο του πατιέται.
(νεόνυμφοι, σε πρίμο-σεκόντο) – !!!
(Τάσος, ατάραχος) – Παιδιά, όλα καλά;
ROTFL
Το επόμενο πρωί, κατεβαίνουν στο μπουφέ για πρωινό. Η τραπεζαρία είναι γεμάτη από γκρουπ ξένων τουριστών που φοράνε λουλουδάτες βερμούδες και μαγιό.
Ο Τάσος φοράει το καλό του κοστούμι, αλλά για να το κάνει πιο σπορ αφήνει τη γραβάτα στο δωμάτιο, και αφήνει και τα πρώτα δύο κουμπιά του πουκαμίσου ανοιχτά.
Η Νίκη φοράει την χρυσαφί τουαλέτα της με τις χρυσές γόβες και το τεράστιο τούλινο λουλούδι ραμμένο στο πέτο. Μόλις πατάει το ποδαράκι της στην αίθουσα, όλοι στρέφονται και την κοιτάζουν. Οι μισοί αναρωτιούνται «Μα ποια διάσημη είναι αυτή και ντύνεται έτσι για πρωινό;;». Οι άλλοι μισοί σκέφτονται «Ουάου, κοίτα πόσο καλά ντύνονται οι Έλληνες το πρωί…»
LOL
by Saigon