Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ξυπνητήρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ξυπνητήρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

We are made of...


Όταν πήγα για πρώτη φορά στο σπίτι της Saigon, δεν είχε διαμορφωθεί πλήρως το παλατάκι. Η διάταξη των επίπλων ήταν διαφορετική απ'αυτή που κατέληξε να είναι, οι τοίχοι ακόμα δεν είχαν διακοσμηθεί, δεν είχε γεμίσει η βιβλιοθήκη με τα πάμπολλα βιβλία που έχει τώρα, η κουζίνα ακόμα εξοπλιζότανε και γενικά, αν και συνεχίζει κι εξελίσσεται αυτό το σπίτι, τότε ήταν στα αρχικά του στάδια. Ήταν Σάββατο όταν πήγα για πρώτη φορά, μεσημέρι, Ιούνης μήνας και ήταν η πρώτη φορά που μπορούσαμε να τα πούμε για τόσες ώρες απο κοντά με την Saigon. Ήταν αρκετά νωρίς ακόμα στην φιλία μας, δεν υπήρχε καν τούτο το blog. Ο Woody απο τότε δούλευε και βράδυ, κι έτσι κάποια στιγμή μάς άφησε με ένα μπουκάλι ice tea (μα τι φλώροι!) και πολλά κεριά αναμμένα να τα λέμε. Όταν επέστρεψε κατά τις 4 το βράδυ, μας είδε στο ημίφως με μάτια κόκκινα και πρησμένα απο το κλάμα και, όπως ήταν λογικό, ο άνθρωπος μας ρώτησε τι έγινε. Η Saigon του απάντησε κάτι που ακόμα το θυμάμαι κατα λέξη: "Ε να, εδώ, τα λέμε, είπαμε για την ζωή μας, για τους νεκρούς μας...". Ο Woody φυσικά κατάλαβε, έγνεψε ένα "OK" και κάθισε μαζί μας.
Το προηγούμενο ποστ της Saigon είναι ένας φόρος τιμής σ'έναν νεκρό της, ένας ιδιαίτερος επικήδειος, χωρίς να γίνει μελό ή να εκβιάσει το συναίσθημα. Σαν άνθρωποι, κι εγώ κι η Saigon, είμαστε ένα μεγάλο και πολύπλοκο παζλ τόσων και τόσων πραγμάτων. Μέσα σ'αυτά τα πράγματα είναι και οι νεκροί μας. Οι άνθρωποι που δεν έχουμε τώρα δίπλα μας, που δεν είναι εδώ τώρα αλλά πάντα ζούνε στο μυαλό και την ψυχή μας. Που υπάρχουν ακόμα και τώρα, πολλά χρόνια μετά την φυγή τους, πράγματα στην καθημερινότητά μας που μας τους θυμίζουν, που μας τους φέρνουν στο μυαλό. Πράγματα όχι απαραίτητα θλιβερά, πολλά είναι και χαρούμενες αναμνήσεις ή στοιχεία που μας τους θυμίζουν: απο καθημερινές λεπτομέρειες μέχρι τραγούδια και μέρη. Σε μεγάλο βαθμό, είμαστε και οι νεκροί μας ανάμεσα σε άλλα, είναι ακόμα κομμάτια της ζωής και του εαυτού μας και μας επηρεάσανε όσο ελάχιστοι. Δεν ξέρω πώς να το γράψω όλο αυτό χωρίς να είναι θλιβερό, αλλά έτσι νιώθουμε κι οι δυο, έτσι τους σκεφτόμαστε κι έτσι είναι αποθηκευμένοι μέσα μας αυτοί οι άνθρωποι.
Τους περισσότερους απο αυτούς τους ανθρώπους που φύγανε δεν προλάβαμε να τους αποχαιρετήσουμε και αυτό μάλλον θα μας "πληγώνει" για πολύ καιρό ακόμα. Τους πενθήσαμε όμως με τον ίδιο τρόπο κι οι δύο μας, τους σκεφτόμαστε, μας λείπουν και σε έναν βαθμό δεν το έχουμε δεχτεί ότι φύγανε. Ακόμα λέμε οτι είναι εδώ γύρω, μέσα μας, τους αφιερώνουμε πράγματα, κάνουμε όρκους στ'όνομα τους, ακούμε μουσική "μαζί" τους, ξυπνάμε με το ξυπνητήρι τους, θέλουμε να τους πούμε τα ευχάριστα νέα μας.
Eίμαστε και θα συνεχίσουμε να είμαστε και οι νεκροί μας. Και το ξέρουμε και το χαιρόμαστε. Και δεν θα τους προδώσουμε και πάντα θα τους θυμόμαστε όλους τους.
Κάποιοι λένε οτι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος απο αστέρια, από υλικό που ήρθε απο το διάστημα. Μερικά από τα δικά μας αστέρια είναι οι άνθρωποί μας που χάθηκαν και οι στιγμές μαζί τους. Γιατί τελικά είμαστε το παρελθόν μας, οι άνθρωποί μας, οι ιστορίες μας και τα όνειρά μας.

by Baygon

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

And now for something completely different


Η εκπομπή άρχιζε στις έξι το πρωί, και αφού ήταν χειμώνας είχε ακόμα βαθύ σκοτάδι έξω.
Το ξυπνητήρι μου είχε το πλεονέκτημα να χτυπάει αρκετά δυνατά ώστε να με ξυπνήσει, αλλά ταυτόχρονα αρκετά διακριτικά ώστε να ξυπνήσει μόνο εμένα. Ήταν σχεδόν ίσα μ' εμένα σε ηλικία, μα το κρατούσα ακριβώς γι' αυτό του το χαρακτηριστικό.
Άνοιγα τα μάτια ίσα-ίσα για να πάρω τα ακουστικά μου από το κομοδίνο, τα φορούσα, γυρνούσα το ΟΝ του ραδιοφώνου στο walkman μου και παρέμενα ξαπλωτή και κρυμμένη στα σκεπάσματα, με τα μάτια κλειστά στο σκοτάδι.
Όταν ήθελα να γελάσω, προσπαθούσα να το καταπνίξω μέσα στο πάπλωμα, για να μην ακούσει κανείς ότι είχα ξυπνήσει τόσο νωρίς. Κατά τις εφτάμισι σηκωνόμουν από το κρεβάτι, περνούσα το walkman με το κλιπ στη ζώνη μου, βούρτσιζα τα δόντια μου και έπαιρνα πρωινό, ακούγοντας ακόμα. Στις οχτώ παρά δέκα έφευγα για το σχολείο, και έφτανα εκεί νωρίτερα απ' όλους, ήδη ξυπνητή δύο ώρες και με τρελά κέφια, σε αντίθεση με τους συμμαθητές μου και τα αγουροξυπνημένα μάτια τους.
Κάποια στιγμή το ξυπνητήρι παραδόθηκε στα γηρατειά του και σταμάτησε να χτυπάει. Έχασα την εκπομπή κάνα-δυό πρωινά, στενοχωρέθηκα πολύ, του το 'πα, και τελικά τον άκουσα να λέει στον αέρα: "Έχεις δει ποτέ σου μπλε ξυπνητήρι;"

Ήταν η πρώτη φωνή που άκουγα μόλις ξυπνούσα. Ήταν ο λόγος που έβαζα ξυπνητήρι αχάραγα, για να μη χάνω λεπτό από την εκπομπή, κι ας είχα σχολείο, κι ας νύσταζα αφάνταστα. Κι όταν το παλιό ξυπνητήρι με πρόδωσε, εκείνος μου χάρισε το μπλε που έχω ακόμα και σήμερα, και που δεν αποχωρίζομαι ποτέ. Μέχρι και στις διακοπές το παίρνω μαζί μου.
Επίσης μου χάρισε το κινητό μου τηλέφωνο. Όχι μόνο τη συσκευή. Και το νούμερο. Κι ας αλλάζω κάθε χρόνο συσκευή, νούμερο δεν έχω αλλάξει, δέκα χρόνια τώρα. Ούτε πρόκειται.
Μιλούσαμε στο τηλέφωνο ώρες ατέλειωτες. Μια φορά που ήμουν αδιάθετη και έμεινα στο σπίτι αντί να πάω στο σχολείο, μείναμε στο τηλέφωνο από τις οχτώ το πρωί μέχρι αργά το μεσημέρι, να γελάμε και να μιλάμε για τα πάντα.
Έκανε για χατίρι μου ένα από τα πιο τρελά φωτογραφικά projects που έχω δει, αφήνοντας το στίγμα του με κόκκινο σπρέι σε τοίχους και μάντρες σε όλη την πόλη, και υπογράφοντας κάθε φορά με διαφορετικό κεφαλαίο γράμμα, ώστε οι φωτογραφίες να σχηματίσουν το όνομά του όταν έμπαιναν στη σειρά.
Έφτιαξε ένα κουτάκι σαν από αναλγητικά χάπια (με ολόδική του φίρμα και χαρτί οδηγιών!), και έκρυψε μέσα μια τουλίπα σε βαζάκι-μινιατούρα. Το παυσίπονό μου.
Μου άφησε τις γλυκιές αναμνήσεις, τις μουσικές που πάντα τον θυμίζουν, την αγάπη για το δημοσιογραφικό χαρτί και τη μυρωδιά από το χαρτοφύλακά του.

Δεν υπάρχει λόγος γι' αυτή την ανάρτηση. Δεν είναι επέτειος γνωριμίας, ούτε τα γενέθλιά του, ούτε η ημερομηνία του θανάτου του, ώστε να θεωρηθεί αυτό το post κάτι σαν μνημόσυνο.
Είναι που τον σκέφτομαι, και μου λείπει. Και που δεν πρόλαβα να του πω 'γεια' πριν φύγει. Και που δε βρίσκω πουθενά την εικόνα του, όσο κι αν ψάξω.
Είσαι πάντα εδώ, φίλε.


Πρωινό στο Ναύπλιο - Γιάννης Μαρκόπουλος

by Saigon

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

Munich - Salzburg June 2008: Part IV



Κυριακή πρωί, μετά από ελάχιστες ώρες ύπνου (ο καθένας στο δωμάτιό του, γιατί έτσι όπως γυρίσαμε πτώμα κατά τις 03:00 με βαμμένα μάγουλα, θέλαμε να κάνουμε μπάνιο γρήγορα και να ξεραθούμε), έχουμε δώσει ραντεβού με τον Woody για πρωινό στις 07:00.
Βάζει αφύπνιση στο κινητό του ο καλός μου, ντύνεται, πάει προς το μπουφέ. Χαμογελάει στην υπάλληλο και πάει να μπει στην τραπεζαρία. Εκείνη τον προλαβαίνει ευγενικά:
"Was ist Ihre Zimmernummer, bitte?"
"Εεεεεεε... νο, νο...", λέει το Τρυποκαρυδάκι μου πανικόβλητο. "Νο σπικ...", προσθέτει.
"Oh, what is your room number, please?"
"Εεεεεεε... φορ όου έητ" (ήξερε και το "όου", τρομάρα του! LOL).
Μπαίνει λοιπόν στην τραπεζαρία, όλα στρωμένα και αχνιστά και λαχταριστά, όμως ούτε ψυχή!!! Κανένας εκεί! Σκέφτεται το καμάρι μου, "καλά οι υπόλοιποι, θα τους πήρε λίγο ο ύπνος, αλλά το κοριτσάκι μου πού είναι;". Και πάνω εκεί, πέφτει το μάτι του στην τηλεόραση έξω από την τραπεζαρία, στο χώρο για καφέ. Όπως το περιέγραψε αργότερα ο Woody, είχε εκπομπή "ο Παπαδάκης της Γερμανίας", και σε μια γωνία της οθόνης έγραφε την ώρα... 06:08.
Γυρνάει στην κοπέλα και λέει:
"Μι... γκόου σληπ νάου... άφτερ ουάν άουρ...", επισφραγίζει τα λεγόμενά του με μερικές χειρονομίες και ξαναπηγαίνει για ύπνο.
Όταν μετά από μια ώρα πέρασα από το δωμάτιό του και πήγαμε μαζί για πρωινό, φτάνοντας κοντά στην υπάλληλο τον είδα να χαμογελάει με οικειότητα λέγοντας "Ριμέμπερ; Φορ όου έητ!" και εκείνη ανταπέδωσε με ένα χαριτωμένο "Oh yes, it's you!" και γέλασαν, λες και είχαν την ίδια συνομιλία κάθε μέρα εδώ και είκοσι μέρες! Όλο απορία γυρνάω το βλέμμα στον Woody.
"Ναι, ξέρεις, ήμουν πάλι εδώ πριν μια ώρα".
"Γιατί;!;"
"Γιατί ξέχασα να βάλω το κινητό σε ώρα Γερμανίας".
Ακόμα γελάω.
:-)

Η επιστροφή

Κάναμε πολύ καλή παρέα στην εκδρομή. Βρήκαμε καταπληκτικούς ανθρώπους και δέσαμε απίστευτα! Ατάκες, γέλια, πειράγματα, φωτογραφίες... Στο πούλμαν, στο αεροδρόμιο και στο αεροπλάνο έπεσαν σχόλια θεϊκά! Δε θέλαμε με τίποτα να χωριστούμε. Ο Τ. μιλούσε για όλους μας όταν είπε "Αυτή η εκδρομή έπρεπε να κρατήσει πέντε μέρες ακόμα"...
Ήταν όλα τέλεια, και φυσικά δε θα μπορούσε ο αποχαιρετισμός μας στο αεροδρόμιο της Αθήνας να είναι άχρωμος και συνηθισμένος. Στις φωτογραφίες που βγάλαμε όλοι μαζί δίπλα στον ιμάντα αποσκευών, είμαστε καθισμένοι σαν ποδοσφαιρική ομάδα για να πλαισιώσουμε τη μεγάλη πρωταγωνίστρια της ημέρας: τη μπάλα του χτεσινοβραδινού ματς, που έφυγε ιπτάμενη από τον αγωνιστικό χώρο και έφτασε ως την κερκίδα, στα χέρια του Κ.!!! Ένα σπάνιο αναμνηστικό, για μια ζωή...


Αγκαλιές και φιλιά σε όλη την παρέα. Μας λείπετε πολύ!

[αφήγηση τέλος...
ίσως βάλω 1-2 post ακόμα με ποικίλο φωτογραφικό υλικό!]

by Saigon

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008

Nocturne


Ένα update σχετικά με το κρυολόγημα... και τα παθήματα της χτεσινής νύχτας.

Είμαι σ' αυτή την κατάσταση επισήμως πέντε ολόκληρες μέρες, χωρίς καμιά πρόοδο. Την Τετάρτη το βράδυ, για πρώτη φορά στη ζωή μου, έχασα όσφρηση και γεύση (Baygon, είμαι ανάπηρη αδερφέεεεεεεεεεεε!). Την Πέμπτη έπαψα οριστικά να αναπνέω από τη μύτη. Κατάντησε κουραστικό. Όταν όμως άρχισα να βήχω επίμονα χτες το πρωί, έναν στεγνό νευρικό βήχα που έκανε ηχείο μέσα στο θώρακά μου, έναν επίμονο βήχα που μου έστελνε αφόρητες σουβλιές στους κροτάφους και μου λύγιζε τα πόδια από τον πόνο στο στήθος, δεν άντεξα πια.
Μέχρι τις 9 το βράδυ είχα απηυδίσει και ζήτησα από τον Woody να πάμε στο νοσοκομείο. Εκεί αντικρύσαμε ουρά 35 ατόμων στα Εξωτερικά Ιατρεία, και φύγαμε επιτόπου. Έλεγα πως θα μπορούσα να κάνω υπομονή μέχρι σήμερα το πρωί, να πηγαίναμε σε κάποιο ιατρείο. Όμως ο πόνος χειροτέρευε. Ξαναπήγαμε λοιπόν εκεί (πρέπει να ήταν 01:00) και περιμέναμε.

Δε μπορώ να πω, ο χώρος αναμονής ήταν ζεστός. Είχε και μια οθόνη και έδειχνε το "Anger Management" που προβαλλόταν στο MEGA. Φυσικά οι καλοκυράδες διαμαρτύρονταν γιατί θα προτιμούσαν να δουν τη Νικολούλη. Γενικά ήταν κάπως δύσκολο να τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας, αφού δεν υπάρχουν αριθμημένα χαρτάκια, και όποιος θέλει ξεροσταλιάζει όρθιος έξω από την πόρτα της αίθουσας εξέτασης ώστε να χωθεί μέσα με την πρώτη ευκαιρία. Ώσπου ήρθε ο τρισμέγιστος, ο απύθμενης βλακείας Έλληνας, και άλλαξε για πάντα τη νυχτερινή διασκέδαση. Μπαίνει που λέτε ο εν λόγω, ο κλασικός πενηντάρης κακομαθημένος μαμόθρεφτος (μπορεί και τώρα ακόμα, αν δεν κουράστηκε η μανούλα του να τον ταΐζει το αυγό στο στόμα) που φοράει κοστούμι νομίζοντας πως αυτό είναι που θα αποκαλύψει το επίπεδό του, σέρνοντας από το χέρι τη σύζυγό του. Η κυρία φοράει τυρκουάζ σατέν πυτζαμούλες και ασορτί παντοφλάκια με πίπουλα, κι από πάνω το παλτό της με το γούνινο γιακά. Παντού στο πρόσωπό της γράφει "Μη με τραβάς άνθρωπέ μου, τι με κουβάλησες εδώ πέρα". Αλλά δε μιλάει.
Ο κοστουμάτος και η ακολουθία του διασχίζουν με φόρα το χώρο, προσπερνάνε τους ορθίους, ανοίγουν την πόρτα της αίθουσας εξέτασης και χώνονται και οι δυο μέσα. Εμείς απ' έξω, απλώς κοιτάμε εμβρόντητοι!!! Τι συνέβη μόλις τώρα; Είδες κι εσύ έναν μαλάκα να μας παίρνει τη σειρά; Is it a bird? Is it a plane? Κάποιοι αρχίζουν και "φορτώνουν" στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.
Μετά από ένα λεπτό, βγαίνει ο κοστουμάτος, αφήνοντας μέσα τη γυναίκα του. Εισπράττει βλέμματα απέχθειας από όλο το χώρο αναμονής, μαζί με κάτι ψιλοκατάρες, αλλά δε χαμπαριάζει αυτός, έχει το κοστούμι του και τα γυαλιά του με το χρυσό σκελετό. Έχει την κοινωνική του επιφάνεια.
(Μπα που να χέσει ελέφαντας κάθε τετραγωνικό εκατοστό της επιφάνειάς σου, πανηλίθιε.)
Βρίσκει γνωστούς και πιάνει κουβεντούλα, όπου κρυφακούμε τους λόγους ασθενείας της κυρίας του:
"Να, την έπιασε μια ημικρανία από την αριστερή πλευρά, και επειδή πονούσε και στρεσαρίστηκε της ανέβηκε λίγο η πίεση, και επειδή αγχώθηκε με την πίεση την έπιασε μια ταχυκαρδία"!
Σώωωωωωωωωωωπα!! Τι λες; Σοβαρά; Λοιπόν προτείνω να ψηφιστεί νόμος, όποιος υποφέρει από ημικρανία να προσπερνάει πάσης φύσεως επείγον περιστατικό γιατί προηγείται. Μιλάμε την έχω βολέψει διά βίου! Ούτε ουρές ούτε τίποτα! Θα μπαίνω στο χώρο με το πλούσιο μποά μου και θα λέω "Στη μπάντα όλοι σας!". Μετά θα βγαίνει το δωδεκαμελές μπαλέτο.
Ο Woody με σκουντάει. "Σήκω κι εσύ. Πήγαινε κοντά στην πόρτα".
"Γιατί, αγάπη μου; Για να κλέψω τη σειρά των ανθρώπων όπως αυτός ο χοντρομαλάκας;"
Το λέω αρκετά δυνατά ώστε να ακουστεί, και όλοι γύρω χασκογελάνε. Ο κοστουμάτος, νιρβάνα. Δεν ιδρώνει το αυτί του.

Μετά από αρκετή ώρα, είμαι όρθια έξω από την πόρτα. Κάποια στιγμή βγαίνει ένας γιατρός. Με κοιτάζει.
- Παρακαλώ, μη στέκεστε εδώ. Καθίστε και περιμένετε τη σειρά σας.
- Στέκομαι γιατί μου έχουν ήδη κλέψει τη σειρά.
Γυρνάω και κοιτάω τον κοστουμάτο. Το έπιασε επιτέλους το υπονοούμενο. Όχι ότι ένιωσε τύψεις ή κάτι τέτοιο, βέβαια. Αυτός είναι πέρα και πάνω απ' όλα αυτά. Μας περιφρονεί.
Βγαίνει κι η γυναίκα του, μισοχαμογελώντας απολογητικά σε όλους όσους περιφρονεί το στεφάνι της. "Πάμε, δεν έχω τίποτα..." μουρμουρίζει.
Μια γυναίκα δίπλα μου καταρρέει αναίσθητη στο πάτωμα. Από την αίθουσα εξέτασης ξεχύνονται εφτά άρρενες γιατροί και αναλαμβάνουν δράση. Πόδια ψηλά, σφυγμοί, φορείο, gone.
Με τα πολλά μπαίνω κι εγώ για εξέταση.



- Τι έχεις εσύ;
Ο εραστής. Το καμάκι των '80s. Αυτός που σίγουρα περιμένεις να δεις στην αμμουδιά με εφαρμοστό μαγιουδάκι σε σχήμα βρακακίου και χρυσή καδένα στο λαιμό. Μπορεί και στον καρπό. Βροντόφωνος και αθυρόστομος.
- Είμαι άρρωστη πέντε μέρες, και...
- (κοιτάει το ταβάνι και μονολογεί) Άρρωστοι πέντε μέρες κι έρχονται μέσα στη νύχτα ρε π**στη, γ**ώ την τρέλα μου γ**ώ!
Μου δείχνει ένα κρεβάτι εξέτασης για να ξαπλώσω. Μου δίνει κι ένα θερμόμετρο. Μου παίρνει τους σφυγμούς τραγουδώντας "Πίνω στην υγειά της μοναξιάς". Ιδέα δεν έχω τι είναι αυτό.
Με αφήνει εκεί και γυρνάει στους συναδέλφους του. Σωστά τους είχα μετρήσει πριν, είναι όντως εφτά. Πέντε καθισμένοι γύρω από ένα γραφείο, και δύο αναλαμβάνουν από έναν ασθενή. Δεν είναι να αναρωτιέται κανείς γιατί περιμένουμε τόση ώρα εκεί έξω.
Ακούω τις κουβέντες τους μπερδεμένες.
- Έτσι, έτσι, πήρατε και τον Κονσεϊσάο τώρα...
- Ε, θα δούμε, θα δούμε.
- Πού είναι ο Τάδε, εξαφανίστηκε;
- Α, υπέγραψε κι έφυγε αυτός, να 'ταν κι άλλος!
- Ναι αλλά θα αποδώσει αυτό? (στο "Πάμε Στοίχημα")
Τα περισσότερα από αυτά που λένε μου φαίνονται ασυνάρτητοι ήχοι, κάτι σαν "ούγκα-ούγκα".
- Κοπελιά, θα σηκωθείς να πας στο δίπλα κρεβάτι, και θα σου στείλω τώρα ένα γιατρό-αστέρι να σε εξετάσει.
Χιουμοράκι. Τεσπα.
Φέρνει το "αστέρι" πίσω από το παραβάν.
- Κοίτα δω τι σου 'χω... Άντε, εξέτασε, εγώ φεύγω.
Ευτυχώς επρόκειτο για έναν ευγενέστατο άνθρωπο, με εξέτασε μια χαρά, του είπα τους πόνους μου, με ψηλάφισε όπου χρειαζόταν, μου πίεσε το κρανίο σε 2-3 σημεία. Κοίταξα το ρολόι τοίχου: 02:00.
- Θα πας στον πρώτο όροφο να κάνεις ανάλυση αίματος και ούρων για τεστ κύησης, και εφόσον βγει αρνητικό θα κάνεις ακτίνες για να τις φέρεις εδώ να τις δούμε.
Μια βαριεστημένη νοσοκόμα με μωβ νύχια μου πήρε αίμα (και ομολογώ πως ήταν η πρώτη φορά που δεν ένιωσα ούτε τσίμπημα). Σε λίγα λεπτά της πήγα και το κυπελλάκι με το δείγμα (τσατισμένη που στις γυναικείες τουαλέτες του ορόφου δεν υπήρχε χαρτί ούτε για σκονάκι, πράγμα που διαπίστωσα πολύ αργά).
- Ωραία, περάστε σε δύο ώρες να πάρετε τα αποτελέσματα.

Πήγαμε σπίτι και βάλαμε ξυπνητήρι για τις 04:00. Ο Woody κοιμήθηκε αμέσως όπως πάντα, αλλά εγώ ταλαιπωρήθηκα πολλή ώρα ξαπλωμένη. Άνθρωπος που βήχει και ταρακουνάει το σύμπαν κάθε τρία λεπτά, δεν προλαβαίνει να κοιμηθεί στο ενδιάμεσο. Ο βήχας με ανάγκαζε να ανακάθομαι κάθε φορά, για να σκύψω μπροστά. Και ο πόνος στο κεφάλι και το θώρακα ήταν ανυπόφορος. Μετά από κάποιο σημείο απλά έκλαιγα από τον πόνο και την αϋπνία, και περίμενα να πάει 04:00.
Ξαναγυρίσαμε στο νοσοκομείο και πήραμε τα αποτελέσματα. Τεστ κύησης αρνητικό (το ξέραμε). Δείκτες αίματος όλοι οριακοί (κι αυτό το ξέραμε). Πράσινο φως για τις ακτίνες.
Κατεβαίνουμε στο ισόγειο ξανά, μπαίνω στο ακτινολογικό και κάνω μία θώρακος και μία κόλπων προσώπου. Στάθηκα ακουμπώντας το σαγόνι στην πλάκα, με το στόμα ορθάνοιχτο.
Μέχρι να ετοιμαστούν οι ακτινογραφίες, περιμέναμε στο χώρο αναμονής και συναντήσαμε εκεί μια εργάτρια από την εταιρεία όπου δούλευα πριν κάποιους μήνες, κι απ' όπου με απέλυσαν μία βδομάδα πριν το γάμο.
Γεια, τι κάνεις, να ζήσετε, και τέτοια.
- Έμαθες πως με διώξανε κι εμένα;
- Ναι, κάτι άκουσα... Έκανες λέει σκηνή στον Nag;
- Ναι, είπε πως έπινα πολύ νερό, κι εγώ του απάντησα "Κι εσύ πίνεις πολύ καφέ!". Έγινε κατακόκκινος από το θυμό του και φώναξε "Έξω, τώρα!!"! (γέλια)
- Βρε δεν πάει να κουρεύεται... Απαράδεκτος άνθρωπος.
- Πώς και δε γύρισε στην πατρίδα του; (λέει ο Woody)
- Αυτός; Πρώτα θα λιώσουν τα τζάμια εκεί πέρα και μετά θα φύγει... (λέω εγώ)
- Μπα, δε θα φύγει, τώρα νοίκιασε και σπίτι, συζεί και με μια κοπέλα... Την ξέρεις μωρέ, δούλευε κι αυτή εκεί.
- ΤΙ;;; Με ποια;;;
- Την Τάδε, την κόρη της Δείνα...
Πρόκειται για μια ρωσιδούλα κοπελίτσα, που είχε μετά βίας ενηλικιωθεί όταν ήρθε να ζητήσει δουλειά. Πολύ όμορφη, αλλά σίγουρα όχι για τα δόντια αυτού του 36άρη πανίβλακα.
- Τι λες τώρα!!! Και τι, θα τους παντρέψει ο Fruitcake ο Διευθυντής; (γέλια)
- Α, αυτός έφυγε από εκεί, ήρθε άλλος διευθυντής στη θέση του.
- Σοβαρά μιλάς;;!; Τι έκανε τελικά, έφτιαξε δικιά του μπίζνα για να τα κονομάει χωρίς να τα μοιράζεται;
- Άσε, τι να πεις, διαλυμένος είναι ο τόπος εκεί μέσα. Δεν ξέρουνε πού πάνε τα τέσσερα.
- Και στη θέση μου, ποια βάλανε; Είχα ακούσει κάτι για την αδερφή της Τέτοιας, την Άλλη.
- Ναι βέβαια, αυτή έχουν, και τα έχει κάνει κουλουβάχατα. Δεν ξέρει τι της γίνεται σε εκείνο το γραφείο! Εντάξει, όχι ότι τη νοιάζει κιόλας, αφού τα έχει φτιάξει με τον Shy...
- Τι πράγμα;!;!;!;
- Ου, καλά, συζούνε κι αυτοί. Έχει καιρό!

Τι άλλο πια θα μάθαινα αυτή τη νύχτα; Νόμιζα ότι τα πράγματα θα έμεναν στον Κονσεϊσάο. Τελικά μια επίσκεψη σε νοσοκομείο είναι τρομερά αποδοτική από πολλές απόψεις.
Πήγα τις ακτίνες μου για γνωμάτευση, μου γράψανε μια αντιβίωση να την πάρω να ησυχάσω, με συνεχάρησαν που συστήθηκα με την πνευμονία, με συμβουλέψανε να κατσικωθώ σπίτι να συνέλθω, χαιρετήσαμε τη γνωστή μας και φύγαμε για το σπίτι στις πέντε το πρωί.
Τετριμμένες νυχτερινές περιπέτειες.
Άντε και εις άλλα με υγεία.


by Saigon