Στο νέο σπίτι, μένουμε πολλά άτομα μαζί. Βασικά το σπίτι είναι "φωλιά" Ούγγρων, από τους άλλους 6 που μένουνε εδώ, οι 5 είναι Ούγγροι (ο 6ος Ιταλός). Οι Ούγγροι λοιπόν είναι διαφόρων ηλικιών, από 20 έως 55 χρονών.
Μία απ'όλους είναι η Τσίλα, ή καλύτερα Τσίλα Νο.1, όπως μου την σύστησε η κόρη της, επίσης Τσίλα (Νο.2), ώστε να τις ξεχωρίζω. Η Τσίλα Νο. 1, είναι μια γυναίκα στα 55 της, η οποία ήρθε στο Λονδίνο για να δουλέψει σε κάποιες κουζίνες κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών, πάντα με το χαμόγελο και ευδιάθετη, με ένα γέλιο που ακούγεται ως πάνω το δωμάτιο μου. Η Τσίλα Νο.1 δεν ξέρει Αγγλικά, πέρα από ένα "goodmorning" με έντονη προφορά και τώρα τελευταία ένα "how are you?", χωρίς να καταλαβαίνει τι απαντά ο άλλος και χωρίς να ξέρει να απαντήσει στην ίδια ερώτηση αλλά το λέει πάντα με ένα ζεστό βλέμμα, με μια έγνοια.
Τις προάλλες καθόμουν στν κουζίνα του ισογείου του σπιτιού, με τον υπολογιστή ανοιχτό και μουσική να παίζει. Συγκεκριμένα έπαιζε Cello Suites του Bach (τον τελευταίο καιρό ακούω πολλή κλασσική μουσική, την οποία πάντα απολάμβανα και η Saigon, φυσικά με έχει προμηθεύσει με ένα μεγάλο απόθεμα και δεν έχει ιδέα πόσο την ευγνωμονώ). Κάποια στιγμή το βράδυ κατά τις 12, η Τσίλα βγήκε από το δωμάτιο της για τσιγάρο. Περνώντας από μπροστά μου σταμάτησε, με κοίταξε, κοίταξε τον υπολογιστή και με ρώτησε "Τσέλο;! Μπαχ;!", με ενθουσιασμό μικρού κοριτσιού! Της απάντησα με νόημα πως "ναι, αυτό είναι" και αφού χαμογέλασε πήγε να κάνει το τσιγάρο, 2 μέτρα από μένα με την πόρτα ανοιχτή. Μετά ήρθε και κάθισε δίπλα μου, για να ακούει τη μουσική και μόνο, χωρίς να μου μιλάει, παρά μόνο μου έριχνε κανένα χαμόγελο. Σηκώθηκε, έβγαλε ένα λικέρ, με κέρασε ένα σφηνάκι, πήγε να κάνει ένα τσιγάρο εκεί δίπλα για να ακούει και συνέχισε να κάθεται εκεί. Μετά από λίγο με καληνύχτισε και πήγε για ύπνο.
Ακόμα είμαι συγκλονισμένος από την εμπειρία, μια άφατη ευτυχία με πλημμυρίζει, μια συνειδητοποίηση του πόσο τυχερός είμαι που ζω κάτι τέτοιες στιγμές. Η μουσική ήταν ο τρόπος να έρθουμε πιο κοντά με την Τσίλα και να την νιώσω πιο κοντά μου από πολλούς ανθρώπους, να μοιραστούμε ένα σφηνάκι λικέρ ροδάκινο και να ακούσουμε 5-6 κομμάτια Bach σε ένα σπίτι στο Λονδίνο.
Την άλλη μέρα την κέρασα από την Panacotta που έφτιαξα (κι αυτή συνταγή της Saigon, πολύ καλύτερη απ'αυτές που θα φάτε έξω) και με ευχαρίστησε με ένα βλέμμα και χαμόγελο. Κι έτσι, σε μια κουζίνα σ'ένα σπίτι μακριά από τις πατρίδες μας, περάσαμε 3 λεπτά τρώγοντας ένα γλυκό χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα, χωρίς καμιά αμηχανία αλλά με τόση ζεστασιά. Γιατί η γλώσσα που μιλάμε είναι μόνο ένας από τους τρόπους να συνεννοηθούμε και να ζήσουμε την ανθρωπιά μας.