Ορίστε λοιπόν και το δεύτερο κείμενο (και ζητώ συγγνώμη για το 'σεντόνι'), σχετικό με ένα θέμα που ίσως προσβάλει ορισμένους, αλλά τρομερά ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό.
Στρέιτ ή γκέι;
Κρέας ή ψάρι;
Κρέας ή ψάρι;
Ο Χρήστος Χωμενίδης κάνει κόσκινο την διαλεκτική στρέιτ-γκέι και αισθάνεται βέβαιος ότι η αληθινή απελευθέρωση θα συντελεστεί όταν η σεξουαλική επιλογή κάποιου θα είναι εξίσου αδιάφορη με την προτίμησή του στο φαγητό.
Στο μικρό ιδιωτικό σχολείο όπου πήγα στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού είχα δασκάλα την κυρία Λιλίκα. Πενηνταπεντάρα, παχιά, κοκκινομάλλα με φακίδες, συνήθιζε να αγγαρεύει καθημερινά έναν από τους μαθητές να της κάνει "μασάζ": Να χτυπάει δηλαδή ρυθμικά με τις παιδικές γροθιές του το βουβαλίσιο σβέρκο της, ενώ η ίδια εξέβαλλε μικρές κραυγούλες ανακούφισης δίχως να σταματάει -εννοείται- το μάθημα. Δεν δίσταζε επίσης, όποτε ακουγόταν μέσα στην αίθουσα ήχος πορδής, να σηκώνει κάποιον στην τύχη και να τον τιμωρεί "για παραδειγματισμό", ρίχνοντάς του δέκα χαρακιές σε έκαστη παλάμη. Ήταν 1973 και το ξύλο λογιζόταν ακόμη ως η αποτελεσματικότερη παιδαγωγική μέθοδος. Η κυρία Λιλίκα, ωστόσο, πίστευε πρωτίστως στη δύναμη των λόγων και συγκεκριμένα των κατηχήσεων. Διέκοπτε τακτικά τη διδασκαλία της αριθμητικής για να μας μιλήσει για τη γαλανόλευκη σημαία, την ελληνοχριστιανική πίστη και την ονειρεμένη ζωή στο χωριό. Συχνά οι μονόλογοί της εκτρέπονταν από το αρχικό τους θέμα και γίνονταν παραληρηματικοί.
Έτσι, μια ημέρα που είχε έμπνευση, μπήκε ορμητική στα χωράφια της σεξουαλικής αγωγής. Μας μίλησε για το μυστήριο του γάμου ("κανείς δεν ξέρει, στην πραγματικότητα, πώς γεννιούνται τα παιδιά..."), μας πληροφόρησε ότι η παρθενία είναι το ακριβότερο κόσμημα κάθε κοριτσιού (απέφυγε, όμως, από σεμνοτυφία να μας δώσει τον ανατομικό ορισμό της) και έπειτα έγινε τρομαχτικά βλοσυρή κι άρχισε να μας απαριθμεί τους κινδύνους: Τις πρόστυχες γυναίκες που τρελαίνουν τους άντρες κολλώντας τους αρρώστιες, τους ψεύτες άντρες που ατιμάζουν και εγκαταλείπουν τις κοπέλες, κυρίως δε τους "ανωμάλους", οι οποίοι παραμονεύουν σε κάθε σχεδόν βήμα των νεαρών αγοριών. "Αν σας αγγίξουν, θα σας καταστρέψουν!" μας δήλωσε κατηγορηματικά. "Τα μάτια σας δεκατέσσσερα, κυκλοφορούν παντού!" Παντού; - άρα κι ανάμεσά μας. "Πείτε μας κάποιον ανώμαλο στο σχολείο!" τη ρωτήσαμε. Η κυρία Λιλίκα στιγμιαία αμφιταλαντεύτηκε, μα αμέσως ύστερα κάρφωσε τον κύριο Στέλιο. Μείναμε όλοι άναυδοι. Επρόκειτο για τον δημοφιλέστατο δάσκαλο της ζωγραφικής, ο οποίος -πάντοτε κεφάτος- καθόταν μαζί μας στο πάτωμα και μας μάθαινε να σχεδιάζουμε ό,τι κι αν του ζητούσαμε, από πασχαλίτσες μέχρι διαστημόπλοια. "Ο κύριος Στέλιος; Ανώμαλος; Αποκλείεται!" αναφωνήσαμε εν χορώ. "Αχ, αθώα μου προβατάκια..." στέναξε η κυρία Λιλίκα. "Δεν ξέρετε τι διάβολος είναι... Δεν έχετε προσέξει ότι οι μεγάλοι πίσω απ' την πλάτη του τον κοροϊδεύουν;".
"Είναι διάβολος - τον κοροϊδεύουν!". Στην αντίφαση της δασκάλας συνοψίζεται η παραδοσιακή στάση της νεοελληνικής κοινωνίας απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Από τη μία τους στιγμάτιζε βάναυσα κι από την άλλη ξεκαρδιζόταν μαζί τους. Το να προκύψει ο γιος σου "αδελφή" εθεωρείτο κατάρα αντίστοιχη τού να γεννηθεί ανάπηρος. Το να έχεις, όμως, στη γειτονιά έναν "κουνιστό" μπακάλη ή κουρέα αποτελούσε διαρκή πηγή ευθυμίας. Αυτή η στάση ακριβώς αντανακλάται στις παλιές (και κάθε άλλο παρά αγνές) ελληνικές ταινίες, όπου καρατερίστες σαν τον Σταύρο Παράβα και τον Τάκη Μηλιάδη αναλαμβάνουν ρόλους αντίστοιχους με των σαιξπηρικών παλιάτσων. Διασκεδάζουν με τα καμώματά τους τις παρέες - κανείς δεν θα τους έπαιρνε ποτέ στα σοβαρά μα και κανείς δεν θα σκεφτόταν να τους κρεμάσει ροζ αστέρι και να τους στείλει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης... Περίπτωση αναφοράς για τους Αθηναίους ήταν η "Φτερού", ένας σόουμαν-μικροπωλητής, που κυκλοφορούσε επί δεκαετίες μεταξύ Ομόνοιας και Συντάγματος και κατάφερνε να μοσχοπουλάει την πραμάτεια του (φτερά ξεσκονίσματος) πειράζοντας τους πελάτες κι ανεχόμενος τα δικά τους κραξίματα...
Λίγο βεβαίως αν εμβάθυνες, θα διαπίστωνες ότι τα πράγματα δεν ήταν και τόσο αθώα. Κυριαρχούσε η βολικότατη αντίληψη ότι η αμαρτία στη σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ δύο αρσενικών περιορίζεται στον "από κάτω", αφήνει αλώβητο τον ανδρισμό του "από πάνω". Έτσι δεν θα πείραζε και πολύ εάν ένα παλικάρι -στα ντουζένια του- παρέβλεπε το φύλο του αντικειμένου του πόθου ή μάλλον της εκτόνωσής του. Αρκεί φυσικά να συμπεριφερόταν κάπως διακριτικά. Από την άλλη, η διαθεσιμότητα του ομοφυλόφιλου εκλαμβανόταν πάντοτε ως δεδομένη, αφού και ο πιο καρμίρης επιβήτορας τού έκανε -υποτίθεται- χάρη. "Μα, πούστης δεν είσαι;" ανέκραξε κατάπληκτος ο ναύτης Π. (κτηνοτρόφος στην κανονική του ζωή και απωθητικός στην όψη) όταν αποκρούστηκε από τον ναύτη Φ. (τραγουδιστή της όπερας και πανέμορφο), τον οποίον αποπειράθηκε να βατεύσει μέσα στους λουτήρες του Κ. Ε. Πόρος... Σε φυλακές, στρατώνες και γενικά ανδροκρατούμενα γκέτο, η νοοτροπία αυτή παραμένει ακόμα ισχυρή.
Δεν ήταν φυσικά όλοι οι ομοφυλόφιλοι δακτυλοδεικτούμενοι ούτε καν συνειδητοποιημένοι. Πάντοτε υπήρχε η περίπτωση του αγοριού που στρουθοκαμηλίζει είτε παλεύει επί χρόνια (μια ζωή ίσως) με την "αμαρτία". Ο μικροαστός και ο αστός, ο οποίος θυσιάζει την ερωτική του επιθυμία στο βωμό ενός δήθεν αξιοπρεπούς βίου, που συνάπτει συμβατικό γάμο και περιφέρεται ως σύζυγος και πατέρας, με τη διαρκή αγωνία ότι κάποιος θα τον πάρει χαμπάρι και θα τον ξεφτιλίσει. Τέτοιοι τύποι τείνουν να υπερβάλλουν σε εκδηλώσεις ανδρισμού, σταδιοδρομούν συχνά στο στρατό, μεταμφιέζουν ενίοτε τον πόθο σε αισθητικής φύσεως θαυμασμό για τα γυμνά αντρικά σώματα, για την "ελληνική λεβεντιά". Στην ταινία "Ανταύγειες σε Χρυσά Μάτια" του Τζον Χιούστον, ο Μάρλον Μπράντο ενσαρκώνει θαυμάσια έναν ομοφοβικό αμερικανό αξιωματικό, που τιμωρεί σκληρά τους φαντάρους του επειδή κατά βάθος τον κολάζουν...
Πιο έντιμοι εκείνοι που παρέμεναν ανύπαντροι, γεροντοπαλίκαρα και γηροκόμοι των μανάδων τους, συμπαθείς θείοι στις οικογενειακές γιορτές, με κάτι το αδιόρατα διαφορετικό επάνω τους, "ο καημένος ο Μίμης δεν συνάντησε την κατάλληλη κοπέλα..." τους δικαιολογούσαν τα αδέλφια τους... Ή ακόμη και όσοι γύρευαν παρηγοριά στους κόλπους της Εκκλησίας, ενίοτε ενδύονταν το ράσο και σταδιοδρομούσαν ως (μεγαλο)παπάδες, δίχως να παραβαίνουν απαραίτητα τον όρκο της αποχής από τους πειρασμούς της σάρκας. Στους καλλιτεχνικούς κύκλους επικρατούσε ανέκαθεν μεγαλύτερη χαλαρότητα και η κοινωνία έκανε ως ένα βαθμό τα στραβά μάτια. Από τα ποιήματα, ωστόσο, του Καβάφη, μονάχα τα "διδακτικά", όπως η "Ιθάκη", νομιμοποιούνταν να απαγγέλλονται σε αξιοπρεπείς ομηγύρεις. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης -από τους πρώτους στην Ελλάδα που εκδήλωσε δημόσια και μαχητικά την ομοφυλοφιλία του- κατρακύλησε κοινωνικά, μολονότι γιος σεβάσμιου και πλουσιότατου στρατηγού. Ακόμη και η Αριστερά στάθηκε επί δεκαετίες εντελώς προκατειλημμένη, σε σημείο να πλαστογραφεί τη βιογραφία του Λόρκα και να αποκρύπτει ότι αφορμή της δολοφονίας του από τους φασίστες του Φράνκο δεν ήταν η επαναστατική του δράση αλλά η ερωτική του διαφορετικότητα.
Tο 1962, ο Μάνος Χατζιδάκις (που η εφημερίδα "Αυριανή" επέμενε έως το τέλος σχεδόν της ζωής του να αποκαλεί "κίναιδο") συνέθεσε για τη θεατρική παράσταση "Οδός Ονείρων" ένα τραγούδι με τίτλο "Μανούλα μου". Ήταν το πρώτο που μιλούσε στα ελληνικά, με τρόπο λυρικό αλλά σαφή, για την ομοφυλόφιλη επιθυμία και ενοχή. Η συνέχεια ήρθε, απροσδόκητα ίσως, από τον Κώστα Τουρνά. Ο "Αχιλλέας απ' το Κάιρο" έγινε για τους ομοφυλόφιλους στις αρχές του '70 το τραγούδι διαμαρτυρίας ενάντια στην κοινωνική μισαλλοδοξία: "Είναι κάτι παιδιά που δεν γίνονται άντρες και δεν ζουν τη ζωή τη δικιά σου / θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου..."
Η σεξουαλική επανάσταση μπορεί να συντάραζε Ευρώπη και Αμερική από τα μέσα της δεκαετίας του '60, πέρασε, όμως, τα δικά μας σύνορα με αρκετά χρόνια καθυστέρηση. Και η διάστασή της που αφορούσε την ομοφυλόφιλη χειραφέτηση άργησε ακόμη περισσότερο να απασχολήσει την ντόπια κοινή γνώμη. Το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας (ΑΚΟΕ) δραστηριοποιήθηκε μόλις το 1980, στελεχωμένο από φοιτητές, διανοούμενους και ακτιβιστές. Το καλοκαίρι του 1982, μάλιστα, το ΑΚΟΕ διοργάνωσε στο Ζάππειο συλλαλητήριο με πλακάτ που έγραφαν: "Η ομοφυλοφιλία είναι ανθρώπινη δραστηριότητα - διεστραμμένη είναι η κοινωνία σας". Την ίδια εποχή κυκλοφορούσε και το περίφημο στους κύκλους των Εξαρχείων περιοδικό της τραβεστί Πάολας, "Κράξιμο".
Αξίζει να γίνει εδώ ιδιαίτερη αναφορά στη στάση του Κώστα Ταχτσή. Στον Ταχτσή οφείλει η ελληνική λογοτεχνία ένα από τα πέντε ίσως σημαντικότερα μεταπολεμικά μυθιστορήματα: "Το Τρίτο Στεφάνι". Ο Ταχτσής όχι απλώς ζούσε αλλά και βιοποριζόταν -κατά τον ισχυρισμό του- συνευρισκόμενος με άντρες. Ντυνόταν γυναίκα και έκανε πιάτσα μέχρι τα εξήντα του στους παράδρομους της Ομόνοιας. Ο Ταχτσής, λοιπόν, όχι μονάχα δεν προσχώρησε στο ΑΚΟΕ αλλά και εξέφραζε έντονα την αντίθεσή του προς κάθε συλλογική δράση. Η άποψή του εν ολίγοις ήταν ότι η ομοφυλοφιλία ως ερωτική πρακτική αλλά και ως στάση ζωής διαθέτει εξ ορισμού -στην Ελλάδα τουλάχιστον- έναν χαρακτήρα αμαρτωλό, αλήτικο και αναρχικό, ο οποίος δεν χωράει στα καλούπια κανενός κινήματος. Ότι η απελευθέρωση μέσω της ικανοποίησης ή η ικανοποίηση μέσω της απελευθέρωσης, αποτελεί προσωπική υπόθεση του καθενός. Και ότι η οργανωμένη διεκδίκησή της κινδυνεύει να μετατρέψει τους ομοφυλόφιλους σε μια γραφική μειονότητα, η οποία θα διεκδικεί μερίδιο στην συμβατικότητα και στην πλήξη των ετεροφυλόφιλων...
Εκείνο που δεν θα μπορούσε να προβλέψει ο Ταχτσής (ο οποίος αξιώθηκε το 1988 ένα βίαιο θάνατο, αντάξιο της ταραχώδους ζωής του) ήταν ότι το πέρασμα των ομοφυλόφιλων από το ένοχο ημίφως στο άπλετο φως δεν θα συνέβαινε τόσο χάρη στους δικούς τους αγώνες, όσο εξαιτίας των νόμων της ελεύθερης οικονομίας. "Στη σημερινή κοινωνία" γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης "η περιθωριακότητα γίνεται κάτι το επιδιωκόμενο, το κεντρικό, ένα ενδιαφέρον αξιοπερίεργο, που συμπληρώνει την αρμονία του συστήματος. Κάθε απόκλιση καθίσταται ένα φαινόμενο ανάμεσα στα υπόλοιπα...". Εάν, με άλλα λόγια, ο Ροκ Χάτσον αναγκαζόταν να κρύβει την ομοφυλοφιλία του για να σταδιοδρομήσει στο μεταπολεμικό κινηματογράφο, ένας σημερινός σταρ πρέπει, αν όχι να διατρανώνει, τουλάχιστον να υπονοεί κάποιον ερωτικό αλληθωρισμό προκειμένου αφενός να ιντριγκάρει το στρέιτ και αφετέρου να κερδίσει το γκέι κοινό.
Για να γίνω ακόμη πιο συγκεκριμένος, πιστεύω ότι η ιδιωτική τηλεόραση ήταν εκείνη που "νομιμοποίησε" τους ομοφυλόφιλους στην Ελλάδα, καταστέλλοντας με γλυκό τρόπο τις προκαταλήψεις της μέσης νοικοκυράς. Εφόσον ο αγαπημένος σου χαρακτήρας στο σήριαλ φλερτάρει με αγόρια και ο συμπονετικός δημοσιογράφος στο μεσημεριανάδικο τσακίζει τη φωνή του, γιατί να μην το κάνει και ο ανιψιός σου; Από αυτήν την άποψη ο Γιάννης Μπέζος, υποδυόμενος στους "Απαράδεκτους" τον γκέι, συνετέλεσε δραστικότερα στην αποδοχή τους από ό,τι ο Γρηγόρης Βαλιανάτος ρητορεύοντας και καβγαδίζοντας. Δεν υπαινίσσομαι, προς Θεού, ότι εξυφάνθηκε κάποια συνωμοσία από και υπέρ των γκέι. Αλλά ότι το ταλέντο, η θεατρικότητα καθώς και το ιδιαίτερα καυστικό χιούμορ, που συμβαδίζει σε άφθονες περιπτώσεις με την ομοφυλοφιλία, άνθισαν στο τρέχον τηλεοπτικό τοπίο.
Τι επίπτωση έχει αυτό στην καθημερινότητα; Σίγουρα θετική, αφού διευκολύνει έναν νέο άνθρωπο -ακόμη και στη συντριπτική επαρχία- να απενοχοποιηθεί, να πάψει να αντιλαμβάνεται τη διαφορετικότητά του σαν κουσούρι. Το μοντέλο ζωής του σημερινού ομοφυλόφιλου, ο οποίος συζεί ελεύθερα και εμφανίζεται δημόσια με τον σύντροφό του και διεκδικεί τη νομική κατοχύρωση και προστασία των επιλογών του, ανήκει αναμφισβήτητα σε μια πιο φιλελεύθερη και πιο ανεκτική κοινωνική πραγματικότητα. Το γεγονός ότι ο μεταμοντέρνος καπιταλισμός το υποστηρίζει εκ του πονηρού, επειδή έχει αντιληφθεί ότι οι γκέι συνιστούν μια ιδιαίτερα δυναμική καταναλωτική μερίδα του πληθυσμού, δεν μεταβάλλει το αποτέλεσμα. Προσωπικά δεν διστάζω να πω ότι -ανήκοντας ερωτικά στην αντίπερα όχθη- περισσότερο γοητεύομαι από την "άγρια" όψη της ομοφυλοφιλίας: Τις αρπαχτές στα πάρκα και στα πορνοσινεμά, το πάθος που εκλύεται απελπισμένα σε σχέσεις δίχως αύριο, την περιφρόνηση προς τους "καλούς τρόπους" και τα "ναι μεν αλλά", που συχνά νοθεύουν το παιχνίδι μεταξύ ετεροφυλόφιλων. Φρονώ επίσης ότι η αληθινή απελευθέρωση θα έχει συντελεστεί όχι την ημέρα που όλοι οι ομοφυλόφιλοι (άντρες και γυναίκες) θα συμμετάσχουν σε μια παρέλαση υπερηφάνειας, αλλά όταν η σεξουαλική επιλογή του οποιουδήποτε -εφόσον δεν σε έλκει εκείνος προσωπικά- θα σου είναι εξίσου αδιάφορη με την προτίμησή του προς το κρέας ή το ψάρι... Φαίνεται, όμως, ότι η λίμπιντο συνδέεται στενότερα με την πάλη για εξουσία από όσο τολμάμε καν να ομολογήσουμε στους εαυτούς μας. Ακόμη και η κατήχηση της δασκάλας μου κυρίας Λιλίκας το 1973 μονάχα προσχηματικά διέθετε ηθικοπλαστικό χαρακτήρα: Ο κύριος Στέλιος, τον οποίον χαιρέκακα κάρφωσε ως "ανώμαλο", δεν ήταν άλλος από τον γιο της ιδιοκτήτριας του σχολείου. Η κυρία Λιλίκα δεν θα διανοούνταν ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο, εάν ο σύζυγός της δεν είχε πρόσφατα μετατεθεί στο Πεντάγωνο για να αναλάβει καθήκοντα σημαίνοντος στελέχους της χουντικής κυβέρνησης...
(το Vmen είναι ένθετο μηνιαίο περιοδικό της εφημερίδας Το Βήμα)
by Saigon
4 σχόλια:
Πολύ καλό το άρθρο. Δείτε και ένα σχετικό video: http://www.dailymotion.com/video/x58jb1_20_shortfilms
telio:)
pos den empena toso kero?:)
Καλό το άρθρο. Εκτός από το μήνυμα που περνάει για τις διακρίσεις, δείχνει και πως ότι δεν μας αγγίζει σε προσωπικό-οικογενειακό επίπεδο, το γελοιοποιούμε.
Καλημέρα:)
@ cyberpunk:
Thanks για το comment! :-)
@ dentistartist:
Ωωωωωωωωωωω... Καλώς ορίσατε, καλώς ορίσατε, περάστε... Να περνάτε συχνά να σας βλέπουμε, γιατρέ μου!
(Έλα ντε; Γιατί δεν έμπαινες τόσον καιρό;)
@ Γυάλινο Δάκρυ:
Δεν είναι γελοίο; Και αυτή η τακτική μάς χαρακτηρίζει ως έθνος, δυστυχώς... Από τα πιο μικρά (π.χ. το σνομπισμό των επαρχιακών πόλεων ως προς τη διεθνή κουζίνα) μέχρι τα πιο μεγάλα και σοβαρά. Ντροπή.
Δημοσίευση σχολίου